Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μου πονούν τα

  • 1 μέσα

    μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.
    1) внутрь; внутри;

    πολύ μέσα — в глубине;

    είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;

    τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;

    περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;

    έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);

    2):

    από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;

    ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;

    μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;

    πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;

    3) в (самый) разгар;
    ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):

    από μέσα μου — про себя;

    μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;

    τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;

    § μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;

    μέσα σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;

    μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;

    τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;

    έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;

    τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;

    μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;

    τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;

    είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;

    τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;

    2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;

    η μέσα μεριά — внутренняя сторона;

    τό μέσα μέρος — внутренняя часть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέσα

  • 2 гудеть

    гужу, гудишь, ρ.δ.
    1. καμπανίζω•

    колокол -ел η καμπάνα χτυπούσε (σήμαινε).

    || βουίζω•

    в ушах -ит τ’ αυτιά βουίζουν.

    2. σφυρίζω, συρίζω•

    -ел пароход σφύριζε το βαπόρι•

    гудок -ит η σειρήνα σφυρίζει.

    || κορνάρω•

    автобус -ит το λεωφορείο κορνάρει.

    5. (απλ) πονώ•

    ноги -ят τα πόδια μου πονούν.

    Большой русско-греческий словарь > гудеть

  • 3 отхлопать

    ρ.σ.μ. χειροκροτώ ώσπου μου πονούν τα χέρια. || χτυπώ, δέρνω, ραπιζω, χαστούκι ζω.

    Большой русско-греческий словарь > отхлопать

  • 4 отхлопывать

    ρ.δ.
    βλ. отхлопать.
    χειροκροτώ ώσπου μου πονούν τα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > отхлопывать

  • 5 λαιμά

    τα
    1) шея; горло; 2) анат. гланды, миндалины;

    πονούν τα λαιμά μου — или έχω τα λαιμά μου — у меня болит горло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λαιμά

  • 6 болеть

    болеть I
    несов (хворать) εἶμαι ἀρρωστος, εἶμαι ἀσθενής, ἀσθενώ, ἀρρωστώ; \болеть гриппом ἔχω γρίππη; \болеть желудком μοῦ πονεῖ τό στομάχι.
    бол||еть II
    несов (причинять боль) πονῶ; что у вас \болетьит? τί σας πονεϊ;; у меня \болетьит голова μέ πονεῖ τό κεφάλι; у меня \болетьят зу́бы μέ πονοῦν τά δόντια; ◊ у меня душа \болетьи́т за тебя ἀνησυχώ πολύ γιά σένα.

    Русско-новогреческий словарь > болеть

См. также в других словарях:

  • άρθρωση — η 1. η σύνδεση δύο ή περισσότερων μερών ενός όλου: Μου πονούν οι αρθρώσεις των χεριών μου. 2. προφορά σαφής και ευκρινής των συλλαβών για σχηματισμό των λέξεων: Έχει πολύ καλή άρθρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδαλγώ — άω, Α [ποδαλγής] μού πονούν τα πόδια, πάσχω από ποδάγρα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • βλεφαρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα βλέφαρα: Πονούν οι βλεφαρικοί αδένες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»